ἀποκλίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκλίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκλίνω Ἰκαρ. Κάρπ. ᾽ποκλίνω Ρόδ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀποκλίνω.
Σημασιολογία
Κλίνω, ἐπικλίνω ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. ᾿Επόκλινε τ᾽ ἀσκιˬάδι του καὶ πάει χολιˬασμένος Κάρπ. Καὶ ἀμτβ. Ὁ κάλαμος ἠπόκλινε Ἰκαρ. Συνών. γέρνω, σκύβω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA