ἀπολευτέρωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολευτέρωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπολευτέρωμα τό, ἀμάρτ. ᾿πολευτέρωμαν Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολευτερώνω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τῶν ἐγκύων γυναικῶν, ἀπελευθέρωσις ἀπὸ τῆς ἐγκυμοσύνης, αἴσιος τοκετός. Συνών. λευτεριˬά, ξελευτέρωμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/