ἀπόμερα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόμερα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπόμερα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀπόμιρα βόρ. ἰδιωμ. ἀπόιμιρα Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόμερος.
Σημασιολογία
1) Εἰς τόπον ἀπόκεντρον, μὴ συχναζόμενον σύνηθ.: Τὸν τραύιξε ἀπόμερα καὶ τοῦ κρυφομίλησε. Στέκει ἀπόμερα καὶ κρυφοκοιτάζει. Ἡ καλύβα εἶναι ἀπόμερα. ᾿Απόμερα θὰ πάω νὰ κλάψω τὸν πόνο μου. Ἄς πάμε ἐκεῖ γιˬὰ νὰ κατουρήσωμε ποῦ ᾽ναι ἀπόμερα. 2) Εἰς ἀπόστασίν τινα, κατὰ μόνας σύνηθ.: Γιˬατί κάθισες ἀπόμερα; Ἔλα κοντά μας, κάθεσαι ἀπόμερα καὶ δὲ σὲ βλέπομε. Συνών. ἀνάμερα, παράμερα. 3) Παρέκει, παραπέρα Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾿Απόμιρα ἀπ’ τ᾿ ἀμπέλι μ᾽ εἶν᾽ ἕνα π᾿γαδά’.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA