ἀπομύρωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπομύρωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπομύρωμα τό, ἀμάρτ. ἀπουμύρουμα Λέσβ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. ἀπομύρωμα, περὶ οὗ ἰδ. ΙΒογιατζίδ. ἐν ᾿Αθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 119 κἑξ.
Σημασιολογία
Τὸ ὕδωρ διὰ τοῦ ὁποίου ἐπλύθη τὸ ἅγιον ποτήριον μετὰ τὴν λειτουργίαν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Συνών. ἀπόνιμμα, ἀπόπλυμα. Πβ. ἀποκαντήλισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA