ἀπονεριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονεριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπονεριˬὰ ἡ, Γ Βλαχογιάν. Μεγάλ. χρόν. 123 ΣΜυριβήλ. Ζωὴ ἐν τάφ. 200.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόνερο.
Σημασιολογία
᾽Απόνερο 6, ὃ ἰδ.: Κἄπο͜ιο βαπόρι πέρασε ἀπομακρεˬὰ καὶ φτάξανε οἱ ἀπονεριˬές του ΣΜυριβήλ. ἔνθ’ ἀν. Μὲ τὰ φτερὰ τοῦ ἀνέμου ποῦ κινάει ἀπὸ τ’ ἀντίπερα ἀκρογιˬάλι καὶ φέρνει τῶ νεκρῶν τὸ θρῆνο σὰ λιγοθυμισμένη ἀπονεριˬὰ ΓΒλαχογιάν. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA