ἀποξαμώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποξαμώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποξαμώνω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ᾿ξαμώνω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἐξαμώνω.

Σημασιολογία

Α) ᾿Ενεργ. 1) Μετρῶ, καταμετρῶ, ἰδίᾳ διὰ τῆς σπιθαμῆς Πόντ. (Κερασ.): 'Αποξάμωσον τὸ παννίν καὶ τέρεν πόσον ἔν’. 2) ’Ενεργ. καὶ μέσ. ἐκτείνω τὴν χεῖρα διὰ νὰ κτυπήσω ἢ καὶ κτυπῶ τινα διὰ τῆς χειρὸς Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ᾽Επεξάμωσεν ἢ ἐπεξαμῶθεν κ᾿ ἐντῶκε με ἀπέσ’ ᾽ς σὸ στόμαν (ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ μὲ ἐκτύπησε ᾿ς τὸ στόμα) Τραπ. Ἕναν ἐπεξάμωσ’ ἀτον, τ᾽ ὀμμάτιˬα τ᾿ τζίας ἔβγαλαν (τζίας = φωτιὲς) Κερασ. || Φρ. ᾿Αποξαμοῦμαι καὶ χτυπῶ (ραπίζω ἰσχυρῶς) Κερασ. Συνών. ἀπανοίουμαι (ἰδ. ἀπανοίγω). Β) Μέσ. 1) ᾿Αντιμετροῦμαι ἔνθ’ ἀν.: ’Επεξαμώθαμε καὶ ἐγὼ εἶμαι κιˬ ἄλλο ψηλὸς Τραπ. β) Μεταφ. ἀντιπαραβάλλομαι ἐνθ’ ἀν.: Τὸ πόιν ἀτ’ ’πὶ τερεῖ, ἀπάν’-ι-μ᾽ ἀποξαμοῦται (πόιν = μπόι, ἀνάστημα) Χαλδ. Μ’ ποξαμοῦσαι ᾿ς σ’ ἀρχόντς κιˬάν’ Κοτύωρ. 2) 'Επεμβαίνω ὡς ἱκανὸς πρός τι Κερασ.: ’Σ ὅλα ἀποξαμοῦσαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/