ἀποξετελε͜͜ιώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποξετελε͜͜ιώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποξετελε͜͜ιώνω Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ξετελε͜ιώνω. Ἡ λ. ἐν ’Ερωφίλ. 'Αφιέρ. (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) στ. 2.
Σημασιολογία
Φέρω εἰς πέρας ἐνέργειάν τινα, ἀποτελειώνω τι ἰδίᾳ ἐπὶ γάμου: ᾿Εποξετελει͜ώσετέ τα γιˬὰ νὰ τσοὶ παdρέψετε; Γλήγορα γλήγορα τ᾿ ἀποξετελει͜ώσανε καὶ θὰ κάμουνε τὸ γάμο σὲ δέκα μέρες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA