ἀποστολικὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστολικὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποστολικὰ ἐπίρρ. ἀποστολικῶς Ἤπ. Πελοπν (Λακων.) ἀποστολικὰ σύνηθ. ἀπουστου’κὰ ᾿΄Ηπ:. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀποστολικός. Ὁ τύπ. ἀποστολικῶς καὶ μεσν.
Σημασιολογία
Πεζῇ (ὡς ἐπορεύοντο οἱ Ἀπόστολοι) ἔνθ’ ἀν.: Θὰ πάς ἀποστολικὰ. ᾽Αποστολικὰ πῆγα ’ς τὸ χωριό. Ταξιδεύει ἀποστολικὰ σύνηθ. ᾿Αποστολικῶς ἤρθαμε Λάκων. Ἦρθα ἀπ’ τοὺ δεῖνα μέρους ἀπουστου’κὰ Ζαγόρ. Συνών. ἀποστολικᾶτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA