ἀποστρόφι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστρόφι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποστρόφι τό, Πληθ. ἀποστρόφ Πόντ (Ὄφ.) ἀποτοστρόφ Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποστροφουμαι, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀποστροφιˬάζω.
Σημασιολογία
Ἡ χωριστὴ κατάκλισις τῶν νεονύμφων κατὰ τὴν δευτέραν νύκτα μετὰ τὸν γάμον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA