ἀποσώρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσώρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποσώρι τό, Ἀμοργ. Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Καλάβρυτ. Μάν.) κ. ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπό καὶ τοῦ ἀμαρτ. οὐσ. σωρὶ<σωρός.

Σημασιολογία

1) Συνήθως κατὰ πληθ., σωρὸς χονδρῶν ἀχύρων, κονδύλων καὶ ἄλλων σκυβάλων, τὰ ὁποῖα ἀπομένουν μετὰ τὸ λίχνισμα ᾿Αμοργ. Νίσυρ. Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. Μάν.) κ. ἀ. Συνών. ἀποκοσκινίδι 1, ἀποσκυβαλίδι 1, ἀποσκύβαλο 1, σκύβαλο. 2) Ὁ ἐκ τῶν σκυβάλων μετὰ τὸ λίχνισμα καὶ κοσκίνισμα ἀποχωριζόμενος κατωτέρας ποιότητος σῖτος Πελοπν. (Καλάβρυτ.) : Ρῖξε ἀπὸ τ' ἀποσώρι τοῦν κοττῶνε. Μάζεψε τ’ ἀποσώρι καὶ πῆρε λᾴδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/