ἀποφύσημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφύσημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποφύσημα τό, ἀμάρτ. ’ποφύσημαν Κύπρ. ’ποφύσισμαν Κύπρ. ἀποφύσαγμαν Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποφυσῶ. Τὸ ’ποφύσισμαν ἐκ τοῦ μεσν. ἀποφύσισμα. Πβ. Σταφίδ. (ἔκδ. ÉLegrand Bibl. 2, 26) «ἔστι δὲ καὶ σκορπίος, ὅσπερ ἀποφύσισμά ἐστι τοῦ διαβόλου». Ὁ τύπ. ἀποφύσαγμαν ἀναλογικῶς πρὸς τὰ ἐκ τῶν εἰς -άζω ρ. παράγωγα.
Σημασιολογία
1)᾿Εκπνοή, ἀναθυμίασις ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ’ποφύσημαν τοῦ ἀ-ιˬοῦ (ἀσκοῦ) Κύπρ. Τὸ ’ποφύσισμαν τοῦ ἀθρώπου βλάφτει αὐτόθ. Τὸ ’ποφύσημαν τοῦ σιταρκοῦ κρούζει (ἡ ἀναθυμίασις ἡ ἀναδιδομένη ἐκ τοῦ σίτου προκαλεῖ ἐξανθήματα εἰς τὸ δέρμα) αὐτόθ. Τὸ ’ποφύσημαν τῆς κουφῆς ἔν’ φαρματερὸν (κουφὴ=ὄφις δηλητηριώδης) αὐτόθ. β)Μεταφ. μικρὸς ἀναστεναγμὸς Κύπρ. 2)Τὸ γεννοβόλημα τῆς κρεατόμυιγας ἐπὶ τοῦ κρέατος καὶ ἄλλων ἐδωδίμων Πόντ. (Σάντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA