ἀπόχι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόχι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόχι τό, Κὰρπ. Κρήτ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ.-Λεξ. Κορ. Λεγρ. Μπριγκ. ἀπόχ-χι Χίος ἀπόιν Μεγίστ. ’πόιν Πόντ. ’πό’ Πόντ. (Ὄφ.) ’ποχὶ Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ἀπόχιˬου Μακεδ. (Καταφύγ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀπόχιον. Πβ. Σχολ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 1, 3 «ὑποχαὶ τὰ κοινῶς καλούμενα ἀπόχια». Ὁ τύπ. ἀπόχι καὶ παρὰ Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ στίχοι στ. 313 (ἔκδ. (GWagner σ. 75) «καὶ πιάνει σε ’ς τὰ δίχτυα της σὰν ψάριν μὲ τ’ ἀπόχι».
Σημασιολογία
1)Μικρὰ ἀπόχη 1, ὃ ἰδ., Στερελλ. (Μεσολόγγ.) Συνών. ἀποχάκι. 2)Ἀπόχη 1, ὃ ἰδ., Κάρπ. Κρήτ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Ὄφ.) κ.ἀ. β)Ἀπόχη 1β, ὃ ἰδ., Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ. γ)Ἀπόχη 1δ, ὃ ἰδ., Μεγίστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA