ἄπρεπα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄπρεπα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἄπρεπα ἐπίρρ. πολλαχ. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Χαλδ κ.ἀ.) ἄπριπα πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίρρ. ἄπρεπα. Πβ. Μαχαιρ. 1,42 (ἔκδ. RDawkins) «ἐξωδιάζαν τὸ δικόν τους ἄπρεπα».

Σημασιολογία

Ἀναρμόστως, ἀπρεπῶς, ἀτόπως ἔνθ’ ἀν.: Πολὺ ἄπρεπα μίλησε. Νὰ μὴ φέρνεσαι ἄπρεπα ’ς τοὺς μεγαλύτερούς σου πολλαχ. Ἄπρεπα ἐφέρτεν Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/