ἀργατεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργατεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργατεύω, ἐργατεύω Θεσσ. (Ὄλυμπ.) ἀργατεύω πολλαχ. ἀρκατεύκω Κύπρ. Μέσ. ἰργατεύουμι Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀργατεύομαι ΚΧατζοπ. Πύργ. Ἀκροπότ. 13 ἀρκατεύκουμαι Κύπρ. ἀργατεύουμι Ἤπ. Μακεδ. (Σισάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐργατεύομαι=ἐργάζομαι, μοχθῶ, παρ’ ὃ καὶ ἐνεργ. ἐργατεύω.
Σημασιολογία
1) Ἐργάζομαι ἐπὶ μισθῷ ὡς ἐργάτης ἢ προσλαμβάνομαι ὡς ἐργάτης πολλαχ.: Ἀργατευτήκαμε εἴκοσι ἀπὸ τὸ χωριˬό μας γιὰ τὸ ἐργοστάσιο Λεξ. Δημητρ. Ἀργατέυιτι κὶ ζῇ Σισάν. Ἀργατέυιτι αὐτὸς ’ς τὰ ξένα κὶ ζῇ τὰ πιδιˬά τ᾽ Αἰτωλ. Ἰργατεύουντι αὐτεῖ’ ᾿ς τ᾽ ἀμπέλιˬα αὐτόθ. Ἀργατεύκαν ’φέτου γιὰ νὰ ζήσ’νι αὐτόθ. ᾽Αργατέψ᾽ γιˬὰ νὰ ζήσῃς Ἤπ. ᾽Αργατεύομαι μὲ τὸ τσαπὶ (ἐργάζομαι σκάπτων τὴν γῆν) ΚΧατζόπ. ἔνθ’ ἀν. || ᾎσμ. Ἔμαθέν μου τὴν τέχνην του γιˬὰ νὰ τὸν μακαρίζω τσαὶ νὰ μὴν ἀρκατεύκουμαι οὔτε γιὰ νὰ θερίζω Κύπρ. 2) Εἶμαι δοῦλος, δουλεύω Θεσσ. (Ὄλυμπ.): ᾎσμ. ’Σ τὲς χῶρες σκλάβοι κάθονται, ’ς τοὺς Τούρκους ἐργατεύουν κ’ εἰς τὰ βουνὰ κλεφτόπουλλα μὲ τὸ σπαθὶ ’ς τὸ χέρι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA