ἀργητὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀργητὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀργητὸς ἐπίθ. Ἤπ. Κέρκ. Πελοπν. (᾿Αρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Τρίκκ.) κ.ἀ. -ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 39 -Λεξ. Δημητρ. ἀρ’τὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀργετὸς Μύκ. ἄργητος Μακεδ. (Θεσσαλον.) ἀργητὸ τό, Εὔβ (Στρόπον.) ἀρgητὸν Κύπρ. ἀρκητὸν Κύπρ. (Γερμασ.) ἄργητο Ἤπ. ἄρ᾽του Σκόπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀργῶ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -τός . Ὁ ἀναβιβασμὸς τοῦ τόνου εἰς τὸ ἄργητος κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ οὐσ. ἄργητα.

Σημασιολογία

Α) ’Επιθετικ. 1) Ὁ βραδύνων Λεξ. Δημητρ.: Μᾶς ἦρθες ἀργητός. β) Βραδυκίνητος, νωθρὸς, ὀκνηρὸς Ἤπ. Μακεδ. (Θεσσαλον.) Συνών ἀγάληˬος, ἄναργος, ἀρᾴθυμος 1, ἀργός, γαληνός, ὀκνός, ἀντίθ. γοργὸς, γρήγορος, σβὲλτος. 2) Ὁ βραδέως παρερχόμενος ἢ ἐπερχόμενος Κέρκ. Κύπρ. κ.ἀ. -ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. -Λεξ. Δημητρ.: Ἀργητὲς νύχτες ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Τὸ κακὸ δὲν εἶναι ἀργητὸ (δὲν ἀργεῖ νὰ ἔλθῃ) Λεξ. Δημητρ. Ἔκαμε’ς το ἀργητὸν (ἤργησες) Κύπρ. 3) Δύσκολος Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Τρίκκ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ.: Δὲν εἶναι ἀργητὸ γιˬὰ νὰ ᾿ρθῃ ἡ ἀρρώστιˬα Τρίκκ. Λές πῶς εἶν’ ἀρ’τὸ νὰ πάθ’ οὑ ἄνθρουπους; Αἰτωλ. Σάματ’ εἶν' ἀρ’τὸ νὰ πέῃς ἀπ᾽ τοὺ κλαρὶ κὶ νὰ σκουτουθῇς! αὐτόθ. Οὑ θάνατους δὲν εἶν’ ἀρ’τὸ αὐτόθ. Β) Οὐσ. 1) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀργετός, ὁ βραδέως φυόμενος ὀδοὺς Μύκ. 2) Οὐδ., βραδύτης, ἀργία Εὔβ. (Στρόπον.) Ἤπ. Σκόπ.: Μωρέ, τί ἀργητὸ εἶναι αὐτό! Στρόπον. Ἔχει πολλὰ τ’ ἄργητα (βραδύνει πολὺ) Ἤπ. Αὐτὰ τ᾿ ἄρ’τα δὲ μ’ ἀρέσ’νι Σκόπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄργημα. β) Ἐπιρρηματ., ἀργὰ Σκόπ.: Εἶνι ἄρ’του. 3) Οὐδ. πληθ., εὐκαιρία, σχολὴ Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾿Ιγὼ δὲν ἔχου τ᾿ ἀρ’τὰ πὄεις ἰσύ. Τ᾿ ἀρ’τά σ᾽ ἤθιλα νά ’χου!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/