ἀργῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀργῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀργῶ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) ἀργάω Πελοπν. (Μάν.) ἀρκῶ Κύπρ. ἀργοῦ Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κύμ. Στρόπον.) Τσακων. ἀργε͜ιῶ Ἀμοργ. Ἄνδρ. Κρήτ. (Μονοφάτσ. Σητ. κ.ἀ.) Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ.) Πελοπν. (Αἴγ. Λεντεκ.) Σίφν. Στερελλ. (Αἰτωλ.)-ΔΣολωμ. 2 ἀργήου Εὔβ. (Κουρ.) ἀργίζω Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Ρόδ. κ.ἀ. ἀργίζου Λέσβ. ’ργίζω Ρόδ. Παρατ. ἄργειγα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἄργαγα ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,73 Ἀόρ. ἤρησα Μύκ. ἄρι’σα Λῆμν.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀργῶ=μένω, διατελῶ ἀργὸς. Ὁ τύπ. ἀργε͜ιῶ ἐκ τῶν τύπ ἀργεῖς, ἀργεῖ, ἀργεῖτε μετενεχθέντος τοῦ οὐρανικοῦ γ καὶ εἰς τὸ α’ πρόσωπ. ᾿Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,183. Τὸ ἀργήου ἐκ τοῦ ἀορ. ἄργησα ὅπως καὶ φτύου αὐτόθι ἐκ τοῦ ἔφτυσα κττ. Τὸ ἀργίζω ἐσχηματίσθη διὰ τὴν σύμπτωσιν τοῦ ἀορ. τῶν περισπωμένων ρ. πρὸς τὸν ἀορ. τῶν εἰς -ίζω. Πβ. καὶ ἀγαπῶ-ἀγαπίζω, αἱματοκυλίζω-αἱματοκυλῶ κττ.
Σημασιολογία
1) Διατελῶ ἐν ἀργίᾳ, δὲν ἐργάζομαι, μένω ἀργὸς σύνηθ. Παροιμ. Κ’ οἱ μύλοι ἀργοῦν κ’ οἱ δοῦλοι ἀργοῦν κ᾿ οἱ γάιδαροι σκόλη ἔχουν. 2) Βραδύνω περὶ τὰς κινήσεις ἢ τὴν ἐκτέλεσιν πράξεως, ἀργοπορῶ, ἢ βραδύνω νὰ γίνω, νὰ συντελεσθῶ κττ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: Ἀργῶ νὰ ἔρθω-νὰ καταλάβω-νὰ κοιμηθῶ-νὰ νο͜ιώσω,-νὰ ξυπνήσω-νὰ πάγω-νὰ φάγω κττ. Ἄργησε νὰ πάντρευτῇ. Δὲν ἀργῶ νὰ θυμώσω-νὰ σὲ δείρω -νὰ σοῦ τοὶς βρέξω-νὰ σοῦ σπάσω τὸ κεφάλι. Ἀργῶ᾿ς τὴ δουλε͜ιὰ- ᾿ς τὸ φαεῖ κττ. (ἐργάζομαι-τρώγω βραδέως). Ἀργοῦν νὰ γίνουν τὰ σταφύλιˬα -τὰ σῦκα κττ. Ἀργοῦν νὰ φυτρώσουν τὰ σκόρδα-τὰ κρεμμύδιˬα κττ. κοιν. Νά ᾿ρτῃς γρήγορα πίσου! -Καλά, ’έν ἀργήου Κουρ. Καὶ ἀπροσ.: Ἀργεῖ νὰ ξημερώσῃ-νὰ βραδυˬάσῃ -νὰ νυχτώσῃ-νὰ καλυτερέψῃ ὁ καιρὸς κττ. κοιν. Πολλάκις λέγεται τὸ ρ. ἀπολύτως ἄνευ τελικῆς προτ. ἢ ἄλλου ἐμπροσθέτου συμπληρώματος ὡς εὐκόλως ἐννοουμένων: Ἀργεῖ πολὺ (ἐνν. νὰ ἔρθῃ, νὰ κάμῃ τι κττ.) Κοίταξε, μὴν ἀργήσῃς! κοιν. Ἐτέρεσεν πῶς ἀργίζει (εἶδεν ὅτι βραδύνει νὰ ἔλθῃ) Κερασ. Ἀργίζ᾽ ἡ τσιρὸς (ὁ καιρὸς) Λέσβ. Ἔα τζαὶ μὴν ἀργήνερε (ἔλα καὶ μὴν ἀργῇς) Τσακων. Σᾶτζι ἀργήκαϊ τὰ πρωτοβρόχιˬα (ἐφέτος ἤργησαν κτλ.) αὐτόθ. || Φρ. Ἄργησε, μὰ τὸ πέτυχε (εἰρων. ἐπὶ ἀποτυχίας) πολλαχ. || Παροιμ. Τὸ κακὸ δὲν ἀργεῖ νὰ ᾿ρθῃ (ἐπὶ ἀπροσδοκήτου ἀτυχῆματος) Ὁ Θεὸς ἀργεῖ, μὰ δὲ λησμονεῖ (ὁ Θεὸς δίκαιος ὤν, ὅσον καὶ ἂν βραδύνῃ, θα ἀνταποδώσῃ πάντως εἰς ἕκαστον κατὰ τὰ ἔργα του). Ὄπου λαλοῦν πολλοὶ πετεινοὶ ἀργεῖ νὰ ξημερώσῃ (ὅτι ἡ συνεργασία πολλῶν γίνεται πολλάκις αἰτία νὰ βραδύνῃ ἡ ταχεῖα καὶ ὁμαλὴ διεκπεραίωσις ἔργου) σύνηθ. Ἀργεῖ ὁ Θεός, σκάει ὁ φτωχὸς (αἰσθάνεταί τις δυσφορίαν, ὅταν βραδύνῃ νὰ ἐπέλθῃ ἡ τιμωρὸς θεία δίκη) Πελοπν. (Δημητσάν.) || ᾊσμ. Τὰ γιασεμιˬὰ bελόνιˬαζα μὲ μιˬὰ κλωνεˬὰ μετάξι, σὰν ἄργε͜ιες νά ’ρθης νὰ σὲ δῶ, τὰ πέταξα ᾽ς τὰ δάση Κρήτ. Ποῦ ᾿σουν, ἀγάπη μου γλυκε͜ιά, κ’ ἔργησες νὰ μπροβάλῃς; Τῆλ. -Ποίημ. Ἄργε͜ιε νά ’λθῃ ἐκείνη ἡ μέρα | κ’ ἦταν ὅλα σιˬωπηλά, γιˬατὶ τά ᾽σκιˬαζε ἡ φοβέρα | καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιˬὰ ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ.Ρ στ.3131 (ἔκδ. JSchmitt) «οὐδὲ ποσῶς ἀργήσασιν τὸν γάμον νὰ ποιήσουν». Καὶ μετβ. κάμνω, ἀναγκάζω τινὰ νὰ βραδύνῃ πολλαχ.: Μᾶς ἄργησαν κιˬ ἀργήσαμε. Μ’ ἄργησε κἄποιος ’ς τὸ δρόμο. 3) Ἀπέχω χρονικῶς σύνηθ.: Ἀργεῖ ἀκόμη τὸ Πάσχα. Ἀργοῦν οἱ σκόλες. Ἀργοῦμε νὰ φτάσωμε ’ς τὴν κορυφὴ τοῦ βουνοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA