ἁρμάλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁρμάλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἁρμάλα ἡ, Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. ἅρμη καὶ ἅλας. Τὸ β’ συνθετικὸν ἀποκαθιστᾷ τὴν ἐκλιποῦσαν ἐτυμολογικὴν σαφήνειαν τοῦ α’ ὡς ἀντιστρόφως συμβαίνει εἰς τὸ συνών. ἁλάρμη ἢ ἀλατάρμη παρὰ τὸ ἅλας καὶ ἄρμη. ᾿Ιδ. ΝΔεκαβάλλ. ἐν Ἀθηνᾷ 28 (1916) Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 92 κἑξ.

Σημασιολογία

Ὕδωρ περιέχον ἅλας, ἅλμη: Βάζω ἐλα͜ιὲς᾿ς τὴν ἁρμάλα. || Φρ. Φαγεῖ ἁρμάλα (πολὺ ἀλμυρόν). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρμάλατο 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/