ἁρπαχτικὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρπαχτικὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἁρπαχτικὰ ἐπίρρ. Βιθυν. Θεσσ. (Ζαγορ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Νίσυρ. κ.ἀ.-ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1, 208 -Λεξ. Περίδ. Βυζ. ἁρπαχτ’κὰ Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁρπαχτικός.
Σημασιολογία
Μετὰ σπουδῆς καὶ ταχύτητος, βιαστικὰ ἔνθ᾿ ἀν.: Ἔφαα ψωμὶ ἁρπαχτικὰ καὶ δὲ χόρτασα Βιθυν. Πάαινε καὶ κάμε τὴ δουλε͜ιὰ ἁρπαχτικὰ Νίσυρ. Τρώγου ἁρπαχτ’κὰ Ἀδριανούπ. Αἶν. Ἁρπαχτ’κὰ μάζουξα λάχανα Ἤπ. || Φρ. Ἁρπαχτ’κὰ τά ’μαθι τὰ γράμματα (δηλ. χωρὶς νὰ φοιτήσῃ εἰς σχολεῖον, ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλον) Αἰτωλ. || Ποίημ. Πεζεύω, ’ς τὰ πλατάνιˬα δένω τ’ ἄλογο κιˬ ἁρπαχτικὰ τὴν πιˬάνω καὶ τὴν φίλησα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρπαχτὰ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA