ἀσβεστιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσβεστιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσβεστιˬὰ ἡ, ἀσβεστία Εὔβ. (Κύμ.) ἀσβεστιˬὰ ᾿Αθῆν. Α.Κρήτ. κ.ἀ. ἀσβεστέα Δ.Κρήτ. ἀσβεστὲ Δ.Κρήτ. ἀσβεσθιˬὰ Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσβέστης καὶ τῆς καταλ -ιˬά.
Σημασιολογία
1)’Οσμὴ ἀσβέστου ἔνθ’ ἀν.: Μόλις μπῇς ’ς τὴν κάμαρα σὲ παίρνει ἡ ἀσβεστιˬὰ ᾿Αθῆν. ᾿Γροικᾷς τὴν ἀσβεστέ; Δ.Κρήτ. Ἀσβεστίες μυρίζει Κύμ. Συνών. ἀσβεστάδι, ἀσβεστίλα. 2) Κηλὶς ἁσβέστου ἔνθ’ ἀν.: Ὁ ἀσβέστης πετάχτηκε καὶ μὲ γέμισε ἀσβεστιˬὲς ᾿Αθῆν. Συνών. ἀσβεσταριˬά 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA