ἀσ-μᾶς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσ-μᾶς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀσ-μᾶς ὁ, Εὔβ. (Κουρ.) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ. Κομοτ. Μάλγαρ. Σαρεκκλ κ.ἀ.) Ἰων. (Κρήν.) Μακεδ. (Κοζ.) Νίσυρ. ἀσ-μα ἡ, Ποντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. asma.
Σημασιολογία
1) ᾿Αναδενδράς, κληματαρεˬὰ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Κομοτ. Μαλγαρ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) ’Ιων. (Κρήν.) Μακεδ. (Κοζ.) Πόντ (Σάντ.): ᾌσμ. Ἔχεις μηλεˬὰ ’ς τὴν πόρτα σου κιˬ ἀσ-μᾶ ᾿ς τὴ γειτονιˬά σου, κάνει σταφύλι ροζακὶ καὶ τὸ κρασὶ μοσχᾶτο Κρήν. Δεῖξι μου τὰ σημάδιˬα σου κ’ ἰγώ νὰ σὶ γνουρίσου. -Ἔχου μηλεˬὰ ’ς τὴν πόρτα μου κιˬ ἀσ-μᾶ ’ς τὴν ἀστριχιˬά μου Θρᾴκ. 2) Εἶδος ἡμέρου λαχάνου τοῦ ὁποίου τὰ φύλλα εἶναι ἀνοικτὰ Εὔβ. (Κουρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA