ἀσπρόλαπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπρόλαπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσπρόλαπος ὁ, M. Deffner Archiv mittel – neugr. 238 ἀσπρόλαπας (Παρνασσ. 6,753).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄσπρος καὶ τοῦ οὐσ. λάπα.

Σημασιολογία

Τὸ ἀποδημητικὸν πτηνὸν ἀσπρογυπάρι, ὃ ἰδ. [**]

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/