ἀσπρουδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσπρουδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀσπρουδάκι τό, ΔΑἰν. Μεταξοσκωληκοτρ. 72 ἀσπρουάτσι Χίος.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσπρούδι κατὰ τύπ. ὑποκορ.
Σημασιολογία
1) Λευκὸν ἔνδυμα Χίος: ᾎσμ. Ἄ βάλῃς τ᾽ ἀσπρουάτσι σου τσ᾿ ἔρτῃς μέσ᾿ ᾿ς τὸ λιβάϊ, ᾿πέ μου τ’, ἀάπη μου Μαροῦ, νὰ δώσω ᾿ὼ χαμπάρι. 1) Λευκὸς μεταξοσκώληξ μετὰ τὴν ἀλλαγὴν τοῦ δέρματός του ΔΑἰν. ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA