ἀσπροφορῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσπροφορῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Συχνότητα

Μεσαιωνικό

Τυπολογία

ἀσπροφορῶ σύνηθ. καὶ Πόντ. ἀσπρουφουρῶ βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀσπροφορῶ.

Σημασιολογία

1) Ἐνδύομαι ἄσπρα ἐνδύματα σύνηθ. καὶ Πόντ.: Φάνταζε ἀσπροφορεμένη σὰ στοιχε͜ιὸ ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 41 || ᾌσμ. Νὰ μὴν ἀλλάξῃ τὴ Λαμπρή, νὰ μὴν ἀσπροφορέσῃ Ἤπ. Ποτέ μας δὲν ἀλλάζουμε καὶ δὲν ἀσπροφοροῦμε ΝΠολίτ. Ἐκλογ. 41. 2) Παύω νὰ φέρω πένθιμα ενδύματα, ἐπὶ πενθούντων Λεξ. Δημητρ.: Μόλις ἀσπροφόρεσε ἡ χήρα, παντρεύτηκε κιˬόλας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/