ἀσυλλίβωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυλλίβωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσυλλίβωτος ἐπίθ. Πόντ (Κερασ. Οἰν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπίθ. *συλλιβωτὸς<συλλιβώνω.
Σημασιολογία
1) ᾿Ανέφελος ἔνθ’ ἀν.: ᾽Ασυλλίβωτος οὐρανὸς Κερασ. 2) Μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ὁ μὴ σκυθρωπὸς Πόντ. (Κερασ.): Κἄποτε ἔν᾿ συλλιβωμένος καὶ κἄποτε ἀσυλλίβωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA