ἀσυνταξία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυνταξία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσυνταξία ἡ, λόγ σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀσυνταξία.
Σημασιολογία
Εἰς τὴν σχολικὴν γλῶσσαν σφάλμα περὶ τὴν σύνταξιν, σολοικισμὸς σύνηθ.: Τοῦ ξέφυγε μιˬὰ ἀσυνταξία. Κάνει ἀσυνταξίες.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA