άτούφεκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
άτούφεκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτούφεκος ἐπίθ. Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ οὐσ τουφέκι.
Σημασιολογία
Ὁ ἄνευ τουφεκίου, ἄοπλος ἔνθ’ ἀν.: Τί νὰ σὲ κάμω ἀτούφεκο; Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA