ἄτριχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄτριχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄτριχος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ Χαλδ.) ἄτριχους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἄτριχος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ἔχων τρίχας, λεῖος, φαλακρός, σπανὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἄτριχο κεφάλι – πόδι – στῆθος - σῶμα - χέρι κττ. Συνών. ἀμάλλιαστος Α 1, ἄμαλλος 1, ἀμάλλωτος 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/