ἀτσαλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀτσαλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀτσαλεύω Χίος κ. ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ἀτσαλεύου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)κ.ἀ. ἀτσαλ-λεύω Ρόδ. ἀτσαλ-λεύγω Ρόδ. Μέσ. ἀτσαλ-λεύκομαι Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄτσαλος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ. (λ. ἀτζάλιν).

Σημασιολογία

1) Κάμνω τι ἄτσαλον, φέρω τι εἰς ἀταξίαν Λεξ. Δημητρ.: Ἀτσάλεψαν τὸ σπίτι τὰ παιδιά. 2) Ρυπαίνω Λεξ. Δημητρ.: Ἀτσάλεψαν οἱ κόττες τὴν αὐλή. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Δουκ. β) Μολύνω Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Χίος: Ἀτσαλεύω τὴ νήστε͜ια μου (καταλύων αὐτὴν) Χίος Ἀτσάλεψα τὴ Σαρακοστὴ αὐτοθ. Συνών. μαγαρίζω. 3) Μεταφ. ἀσχημονῶ εἴτε διὰ λόγου εἴτε διὰ χειρονομιῶν Ρόδ. 4) Μέσ. ἐπὶ γυναικός, κατέχομαι ὑπὸ τῆς ἐμμήνου καθάρσεως Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/