ἀτσαχένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀτσαχένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀτσαχένιˬος ἐπίθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἄτσαχας καὶ τῆς καταλ -ένιˬος.
Σημασιολογία
Ὁ οἱονεὶ ἀπὸ ἄτσαχα κατεσκευασμένος ἢ ὅμοιος μὲ ἄτσαχαν, μεταφ. νωθρὸς τὴν διάνοιαν, ἀνόητος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄσωστος 5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA