αὔξησι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
αὔξησι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
αὔξησι ἡ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. αὔξησις.
Σημασιολογία
Αὔξησις, ἐπαύξησις, πολλαπλασιασμός: Μοῦ δίνουν-μοῦ κάνουν αὔξησι τοῦ μισθοῦ. Συνών. ἀβγάτισι 1, ἀβγάτισμα 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA