ἀφαρπάξιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀφαρπάξιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀφαρπάξιμο τό, ἀμάρτ. ᾿περπάξιμον Πόντ. (Κερασ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀφαρπάζω.
Σημασιολογία
Ἀφάρπασμα 3, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA