ἄχαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄχαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄχαλο τό, Κέρκ. - ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 47.
Ετυμολογία
᾿Αγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ., λεπτὰ τετριμμένα ἄχυρα ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. ...Στενάζει τ’ ἁλώνι ἀπό τὸ δάρτισμα καὶ τ’ ἄχαλα τα κούφιˬα μὲ τοῦ ζεφύρου τοίς πνοές πετε͜ιώνται ’ς τὸν ἀέρα ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA