ἄχαρος (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄχαρος (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄχαρος ἐπίθ. (Ι) κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἄχαρους βόρ. ἰδιώμ. ἄχαρο Καλαβρ. (Μπόβ.) ἄιχαρο Καππ. (᾽Ανακ.) ἄχιˬαρο Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) ἄχαρε Τσακων. ἀνάχαρους Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. χαρὰ ἢ τοῦ ρ. χαίρομαι.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ αἰσθανθεὶς χαράν, δυστυχής, ἀτυχὴς κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. (᾿Ανακ. Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄχαρος ἄνθρωπος. Ἄχαρη γυναῖκα-κωπέλλα κττ. Ἄχαρο παιδὶ κοιν. Ἄχαρη καὶ κακογραμμένη Κάρπ. Ἄχαρος ἐγένουμουν (ἀτυχὴς ὑπῆρξα) Τραπ. Ἔρθεν κ᾿ ἐδέβεν ἄχαρος (ἔζησε χωρὶς νὰ χαρῇ) Κερασ. Χαλδ. Ἄχαρος ἐχάθε (ἀπέθανε χωρὶς νὰ χαρῇ) Ὄφ. || Φρ. Ἔκη ἄχαρε (ἦτο ἀτυχής, ἐπὶ ἀποθανόντος νέου) Τσακων. Μαῦρος κιˬ ἄχαρος (ἐπὶ δυστυχοῦς) Χαλδ. || ᾎσμ. Γιˬὰ ᾿ὲ τα τ᾿ ἄχαρα κορμιˬὰ πῶς εἶναι ταιριˬασμένα, σὰν ποῦ ’τονε καὶ ζωdανὰ εἶναι κιˬ ἀποθαμένα (᾽ὲ = ἰδὲ) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Καὶ σχετλιαστικῶς, ὁ καημένος! πολλαχ.: Πέθανε, ὁ ἄχαρος! Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Δὲν ἔχου, ἄχαρι, κιˬ ἀπὲ θὰ σὄδ’να! Ἤπ. β) Ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ μὴ χαρῇ, νὰ ἀτυχήσῃ εἰς τὸν βίον του, συνήὓως ἐν ἀραῖς πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.): Νὰ φιλήσω τὸ λειψανάκι σου, ἄχαρε κιˬ ἀστέρεˬωτε! Προπ. (Κύζ). Ἄχαρε, ποῦ νὰ μὴ σὲ χαρῇ ποῦ σ’ ἔει! Νίσυρ. Ἄχαρε κιˬ ἀπλέρωτε! Κερασ. Μαῦρε κιˬ ἄχαρε! Τραπ. γ) Θωπευτικῶς κατ᾿ ἀντίφρασιν, ἐπὶ ἀξιοθαυμάστων: Τ᾿ ἄχαρο τὸ παιδί, ντ’ ὄμορφο ἔν᾽! Ὄφ. || ᾎσμ. Γιˬὰ δὲς τηνε τὴν ἄχαρη | ποῦ στάζει μέλι, ζάχαρι Ἤπ:. - Ποίημ. Τὰ χελιδόνιˬα τ᾿ ἄχαρα | ἂν τύχῃ κιˬ ἀπαντήσῃς, νὰ μοῦ τὰ χαιρετήσῃς | μ' ἕνα γλυκὸ φιλεῖ ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,43. 2) Ὁ μὴ παρέχων χαράν, εὐχαρίστησιν, θλιβερὸς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄχαρος καὶ ψεύτικος κόσμος. Ἄχαρη ζωὴ σύνηθ. Καλύβι ἄχαρο ΚΠαλαμ. Βωμ.2 72 || ᾎσμ. Ἔλα, παλα͜ιὰ ᾽γαπητικει͜ά, ᾿ς τὸν ἄχαρό μου γάμο Κάρπ. || Ποίημ. ’Σ τὴν ἄχαρη ἀκροποταμιˬά, ’ς τὴ χέρσα καὶ ’ς τὴν ἔρμη ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ2 58. β) Ὁ μὴ εὐχάριστος, δυσάρεστος Κεφαλλ.: Σβήνει τὰ εὐχάριστα καὶ γράφει ἄχαρα (ἐνν. πράγματα). γ) ᾽Αδέξιος, ἀνίκανος Θρᾴκ. (Μάδυτ. Τσακίλ.) Λευκ. Μακεδ. (Θεσσαλον. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ.: Πολὺ ἄχαρος ἄνθρωπος, μηδὲ μιˬὰ λαγύνα νερὸ δὲ φέρνει ᾿ς τὸ σπίτι τ᾿ Τσακίλ. Ἄχαρη δούλα Θεσσαλον. Ὁλότελ’ ἄχαρη, οὔτε νὰ ράψῃ δὲν ξέρει Λεξ. Δημητρ. 3) ᾽Ανυπότακτος, ἐπὶ αἰγὸς Κρήτ. Συνών. κακόταχτος, κακόχαρος. 4) Ὁ μὴ εὐδοκιμῶν Σῦρ.: Εἶναι ἄχαρα τὰ μελίσσιˬα, μονόχρονα τὰ πιˬάνει ψόφος. 5) Εὐτελής, μικρᾶς ἀντοχῆς Θρᾴκ. (Τσακίλ). Πόντ: Πῆρε παννὶ γιˬὰ παντ’λόνι ἕνα ἄχαρο πρᾶμα Τσακίλ. 6) Φιλάσθενος, ἀδύνατος Ἤπ. - Λεξ. Δημητρ.: Εἶναι ἄχαρος ἀπὸ τὴ γει͜ά του Ἤπ. Μαῦρος κιˬ ἄχαρος αὐτόθ. Εἶναι ἄχαρο τὸ κορίτσι, δὲν κάνει γιˬὰ δουλει͜ὰ Λεξ. Δημητρ. 7) Κακὸς Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ.) Πελοπν. (Μεσσ.): Ἄχαρο δουλεία Μπόβ. Ἄχαρο καιρὸ αὐτόθ. Ἄχαρο μερία αὐτόθ. Ἄχαρε γυναῖκε (ἑταῖραι) αὐτόθ. Ἄχαρο γιˬὰ καλὸ (κακὸν ἀντὶ καλοῦ) αὐτόθ. Πο͜ιὸς μῆνας εἶναι καλὸς καὶ πο͜ιὸς εἶναι ἄχαρος, κακὸς Μεσσ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κάρπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/