ἀχινάγκαθο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχινάγκαθο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀχινάγκαθο τό, Κύθν. Μῆλ. - ΠΓεννάδ. 163 Λεξ. Μ'Εγκυκλ. Βλαστ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. ἀχινὸς καὶ ἀγκάθι.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἐχίνωψ ὁ ἰξώδης (echinops viscosus) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae). Συνών. ἀκριδάκι 2, καμηλάγκαθο, κεφαλάγκαθο, μοσκοκαύλι, σταυράγκαθο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA