ἀχὸς (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχὸς (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχὸς ὁ, (Ι) πολλαχ. νάχος τό, Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀχῶ. Πβ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 80.
Σημασιολογία
1) Ἦχος, θόρυβος ᾽Αθῆν.: Κοιμώμουνα καὶ μὲ ξύπνησε ὁ ἀχὸς τοῦ τραγουδιˬοῦ. 2) Βαθὺς καὶ ὑπόκωφος ἦχος πολλαχ.: Ἕνας ἀχὸς ἀπόξω 'ς τὴ γειτονιˬά, θόρυβος γῦρο ’ς τὴ βρύσι, μιˬὰ βοὴ ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ σπιτιˬοῦ της ΚΠαλαμ. Τρισεύγ. 42 || Φρ. Ἔχ᾽να τὸν ἀχό μ' (ὁμιλοῦν περὶ ἐμοῦ, συνών. φρ. ἔχουν τ' ὄνομά μου) Θρᾴκ. (Σκοπ.) Πῆρι τοὺν ἀχὸ ἀπ' τ’ βαρει͜ὰ (οὐδὲν ἔλαβε) Ἤπ. || ᾼσμ. Ἀχὸς βαρὺς ἀκούεται, πολλὰ τουφέκια πέφτουν πολλαχ. Τὸ τί ᾿ν᾽ ἀχὸς ποῦ γίνεται μέσ’ ’ς τὰ πεθερικά μου... ἡ Εὐγενούλλα πέθανε καὶ σκούζουν καὶ φωνάζουν Ἤπ. Ξέην τὸ νάχος τῆς ραβκεˬᾶς ἓξηνταπέντε μίλ-λιˬα (ραβκεˬᾶς=ραβδεˬᾶς) Κύπρ. 3) Κελαρυσμὸς ρέοντος ὕδατος Πελοπν. (Δημητσάν.) ̶ Μποὲμ Ντόπ. ζωγραφ. 87: Νανούρισμα μὲ τῆς νεροσυρμῆς τὸν ἀχὸ Μποὲμ ἔνθ’ ἀν. 4) Μουσικὸν μέλος πολλαχ.: Τραγουδῶ ἀπάνω ᾽ς τῆς φλογέρας τὸν ἀχό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA