ἄχτιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄχτιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄχτιστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ.) ἄχτιστους βόρ. ἰδιώμ. ἄχτιγος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. ἄκτιστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μήπω κτισθείς, ἀσυντέλεστος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ.): Ἐκκλησιˬὰ ἄχτιστη. Σπίτι ἄχτιστο κοιν. 2) Ὁ μήπω κατασκευασθείς, ἐπὶ πλοίου Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA