βάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βάζω (ΙΙ) κοιν. βάζ-ζω Χίος κ.ἀ. βάζου βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. βιβάζω=ἐγείρω, ἀνυψώνω ἢ ἀναβιβάζω. Πβ. ΚFoy Lauts. griech. Vulgärspr. 123 καὶ ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,323 καὶ ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 232. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐπαίν. γυναικ. (ἔκδ. ΚΚrumbacher) 400,813. Τὸ ρῆμα ἀπαντᾷ μόνον εἰς τὸν ἑνεστ. καὶ παρατατ. Ὁ ἀόρ. εἶναι ἔβαλα τοῦ ρ. βάλλω, ὅθεν καὶ οἱ λοιποὶ περιφραστικοὶ χρόνοι θὰ βάλω, ἔχω βάλει κτλ.

Σημασιολογία

1) Ρίπτω κατὰ γῆς ἐν πάλῃ, καταβάλλω τινὰ σύνηθ.: Μὲ τὴν πρώτη ποῦ τοῦ ᾽δωκε τὸν βάζει κάτω. 2) Βάλλω τι κἄπου, τοποθετῶ κοιν.: Βάζω τὸ ποτήρι ἀπάνω᾿ς τὸ τραπέζι. Βάζω νερὸ᾿ς τὸ κανάτι-᾿ς τὰ ποτήρια. Βάζω κρασὶ ᾿ς τὸ ποτήρι. Βάζω τὸ σίδερο ᾿ς τὴ φωτιά. Βάζω μπουκκεὰ ᾿ς τὸ στόμα κοιν. || Φρ. Δὲ βάζω τίποτα ᾿ς τὸ στόμα (δὲν ἔχω ὄρεξι νὰ φάγω). Βάζω μαζὶ (τοποθετῶ ὁμοῦ ἢ ἀναμειγνύω ἢ συνενώνω). Βάζω τὸ χέρι ᾿ς τὸ βαγγέλιˬο (ὁρκίζομαι). Βάζω τὸ χέρι ᾿ς τὴν καρδιὰ (σκέπτομαι περί τινος εὐσυνειδήτως καὶ φιλανθρώπως). Βάζω στεφάνι (στεφανώνω). Βάζω ὑπογραφὴ (ὑπογράφω). Βάζω βούλλα (βουλλώνω). Βάζω μαχαίρι (σφάζω). Βάζω καρφὶ (καρφώνω). Βάζω ψαλίδι (κόπτω ἣ κουρεύω). Βάζω τραπέζι (στρώνω, ἑτοιμάζω τὸ τραπέζι τοῦ φαγητοῦ). Βάζω φαεῖ (παραθέτω τροφὴν εἰς τὸ τραπέζι ἢ εἴς τινα ἢ ἀρχίζω τὴν παρασκευὴν φαγητοῦ). Τοῦ βάζω νὰ φάῃ (τοῦ παραθέτω τροφὴν διὰ νὰ φάγῃ). Βάζω χέρι (ἐγγίζω ἢ ἀρχίζω ἢ συναντιλαμβάνομαι, βοηθῶ). Βάζω χέρι σὲ κἄτι (ἁρπάζω, σφετερίζομαι, οἰκειοποιοῦμαι ἢ ἀρχίζω νὰ κάμνω χρῆσιν ἀφειδῆ κττ.) Βάζω ’ς τὸ χέρι (συλλαμβάνω ἢ σφετερίζομαι). Τὸν βάζω ᾿ς τὸ χέρι (τὸν κάμνω ὅπως θέλω, τὸν ἐκμεταλλεύομαι κατὰ βούλησιν ἢ δανείζομαι ἀπ’ αὐτὸν χρήματα τὰ ὁποῖα οὐδέποτε θὰ ἀποδώσω). Βάζω ποδάρι κἄπου (ἐπεμβαίνω ἢ ὑποτάσσω). Βάζω θεμέλιˬο ἢ θεμέλιˬα (ἀρχίζω τὴν οἰκοδομήν). Βάζω ἀφτὶ (ἀκούω κρυφίως, ὠτακουστῶ). Βάζω ροῦχο ἀπάνω μου ἢ ἁπλῶς βάζω ροῦχο (ἐνδύομαι). Καὶ μετβ. τοῦ βάζω ροῦχο -τὰ γεˬορτινά του-τὰ καλά του κττ. (τὸν ἐνδύω κτλ.) Βάζω τ᾽ ἄρματα (ὁπλίζομαι). Βάζω παπούτσιˬα (ὑποδύομαι) καὶ μετβ. τοῦ βάζω τὰ παπούτσιˬα. Βάζω ἀπάνω μου κρέας ἢ ἁπλῶς βάζω ἀπάνω μου (γίνομαι εὐτραφέστερος). Βάζω πόδι (ἐπιμένω, συνών. πατῶ πόδι). Βάζω σημάδι (σκοπεύω, ἐπὶ σκοποβολῆς). Βάζω μὲ τρόπο (παρεισάγω τι κρυφίως χωρὶς νὰ γίνω ἀντιληπτός). Βάζω κάτω τὴν οὐρὰ ἢ τὰ μοῦτρα ἢ τ᾿ἀφτιˬὰ (ὑποχωρῶ κατῃσχυμμένος ἢ ἁπλῶς ὑποχωρῶ). Τὸ βάζω κάτω ἢ τὰ βάζω κάτω (παρουσιάζω πρᾶγμά τι εἰς τὸ κοινὸν ἰδίᾳ πρὸς διανομὴν). Βάζω κάτω τ᾿ ἄρματα (ἀφοπλίζομαι). Τὰ βάζω κάτω (ὑποτάσσομαι, ὑποχωρῶ). Τοῦ βάζει κέρατα-κολοκυθάκιˬα (τὸν ἀπατᾷ, ἐπὶ ἀπιστίας συζύγου). Τὸν βάζω κάτω (τὸν βάλλω νὰ καθίσῃ ἢ εἶμαι ἀνώτερος, ὑπέρτερός του κατὰ τὰ προσόντα). Βάζω ’ς τὰ σίδερα (κάμνω τινὰ σιδηροδέσμιον). Βάζω μέσα (φυλακίζω). Βάζω ’ς τὰ στενὰ (πιέζω, στενοχωρῶ). Τοῦ βάζω τὰ δυὸ πόδιˬα ’ς ἕνα παπούτσι (τὸν στενοχωρῶ). Τὸν βάζουν ᾽ς τὴ μέση (τὸν φέρουν εἰς στενόχωρον θέσιν ἢ τὸν κάμνουν ν᾿ ἀμφιταλαντεύεται). Βάζω λόγιˬα - φιτίλιˬα ἢ βάζω 'ς τὰ λόγιˬα ἢ βάζω σὲ λόγιˬα (ἐνσπείρω διχονοίας, ραδιουργῶ). Βάζω σκάνδαλα (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Βάζω φωτιˬὰ (ἀνάπτω, πυρπολῶ ἢ προκαλῶ ἔριδας καὶ σφοδρὰς διαμάχας). Βάζω ’ς τὰ μαχαίρια (προκαλῶ φιλονικίας). Τοὺς βάζω νὰ μαλωσουν-νὰ σκοτωθοῦν (προκαλῶ μεταξύ των φιλονικίας καὶ ἔχθρας). Βάζω σὲ πειρασμὸ (διεγείρω τὴν ἐπιθυμίαν ἀθεμίτου ἀπολαύσεως ἢ κέρδους). Τοῦ βάζει τὰ γυˬαλιˬὰ (τὸν ἀπατᾷ ἢ εἶναι ὑπέρτερός του). Βάζω τὴν οὐρά μου (ἀνάμειγνύομαι κρυφίως εἰς ἀλλοτρίας ὑποθέσεις καὶ ραδιουργῶ ἢ βλάπτω λαθραίως ξένην ὑπόθεσιν). Βάζω τὴ μύτι μου (ἀναμειγνύομαι εἰς ρυπαρὰς ὑποθέσεις). Βάζω στοίχημα (στοιχηματίζω). Βάζω κλῆρο (κληρώνω). Βάζω τὸ κεφάλι μου στοίχημα ἢ ἁπλῶς βάζω τὸ κεφάλι μου (στοιχηματίζω τὴν ζωήν μου, ἐπὶ ἀναμφισβητήτου ἀληθείας). Βάζω ἀμανάτι - ἐνέχυρο - ὑποθήκη (ἐνεχυριάζω, ὑποθηκεύω). Βάζω φόρο (ἐπιβάλλω φόρον). Βάζω μέσα (ἐνεργῶ δι᾽ ἄλλων προσώπων πρὸς ἐπιτυχίαν). Βάζω τρικλοποδιˬὰ (προσπαθῶ ν᾿ ἀνατρέψω τινά). Βάζω σὲ τάξι (τακτοποιῶ, διευθετῶ). Βάζω σὲ δρόμο τὴ δουλε͜ιὰ-τὴν ὑπόθεσι κττ. (κατευθύνω, κάμνω νὰ προχωρῇ ὁμαλῶς). Τὸν βάζω σὲ δρόμο (νουθετῶ, συνετίζω). Τὸν βάζω σὲ δουλε͜ιὰ σὲ τέχνη (ἐξευρίσκω ἐργασίαν ἢ τέχνην καὶ τὸν βάλλω εἰς αὐτὴν πρὸς ἐργασίαν ἢ ἑκμάθησιν). Τὸν βάζω ’ς τὴν πάντα (παραγκωνίζω). Βάζω χρήματα ’ς τὸν τόκο ἢ ἁπλῶς βάζω σὲ τόκο (τοκίζω). Βάζω χρήματα ’ς τὴν τράπεζα ἢ ἁπλῶς βάζω ᾽ς τὴν τράπεζα (καταθέτω). Βάζω χρήματα ’ς τὴ μπάντα ἢ ἁπλῶς βάζω ᾽ς τὴ μπάντα (ἀποταμιεύω ἰδιαιτέρως). Βάζω χρέος (χρεώνομαι). Βάζω κρασὶ (ἐσοδιάζω γλεῦκος εἰς βαρέλλιˬα πρὸς οἰνοποιίαν ἢ πρὸς πώλησιν λιανικήν). Τοῦ βάζω μάτιˬα (διανοίγω τοὺς ὀφθαλμούς τινος συμβουλεύων κακὰ ἢ καλά). Τὸν βάζω ’ς τὰ αἵματα (ἐξάπτω τὴν ὁρμήν του πρὸς ἔργον τι ἢ γίνομαι αἴτιος νὰ συμπλακῇ μὲ κἄποιον). Τὸν βάζω ’ς τὴν ἐφημερίδα (τὸν δυσφημῶ διὰ δημοσιεύσεως εἰς ἐφημερίδα). Τὸν βάζω ’ς τὴ θέσι του (τὸν κάμνω τοῦ λοιποῦ νὰ μοῦ συμπεριφέρεται μὲ τὸν προσήκοντα σεβασμόν). Βάζω ᾽ς ἐφημερίδα (δημοσιεύω δι᾽ ἐφημερίδος). Βάζω ὄνομα (ὀνοματοθετῶ). Βάζω πεῖσμα (πεισμώνω). Βάζω ᾽ς τὸ νοῦ μου (σκέπτομαι). Βάζω μὲ τὸ νοῦ μου (ὑποθέτω). Βάζω ἰδέα (συνών. τῇ προηγουμένῃ). Βάζει ὁ νοῦς μου (θεωρῶ τι πιθανόν, ἐνδεχόμενον, ἢ ὑποπτεύομαι ἢ δύναμαι νὰ διανοηθῶ τι ἢ σκέπτομαι). Βάζω γνῶσι - μυαλὰ (συνετίζομαι) καὶ μετβ. τοῦ βάζω γνῶσι - μυˬαλὰ (τὸν συνετίζω). Βάζω προσοχὴ (προσέχω). Βάζω βάσι (ἀποδίδω σπουδαιότητα, λαμβάνω τι ὑπὸ σπουδαίαν ἔποψιν). Τὸν βάζω ᾽ς τὰ παλα͜ιά μου παπούτσιˬα (τὸν περιφρονῶ ἢ δὲν τὸν λαμβάνω ὑπ᾽ ὄψιν). Βάζω σὲ βάσανα-σὲ δουλε͜ιὰ-σὲ ἔγνο͜ια-σὲ ἔξοδα–σὲ κόπο-σὲ μπελᾶ κττ. (γίνομαι αἴτιος βασάνων, φροντίδων κτλ.) Βάζω τὰ δυνατά μου (προσπαθῶ παντὶ τρόπῳ). Τὸ βάζω 'ς τὰ πόδιˬα ἢ ᾽ς τὰ τέσσερα (φεύγω δρομαίως). Βάζω ᾿ς τὴ θέσι μου ἢ ᾿ς τὸν τόπο μου ἢ ᾿ς τὸ πόδι μου κἄπο͜ιον (τὸν κάμνω ἀναπληρωτήν μου, ἀντιπρόσωπόν μου). Τὸν βάζω ’ς τὸ μάτι (μοῦ ἀρέσει νὰ τὸν ἐνοχλῶ ἢ νὰ τὸν πειράζω). Τὸ βάζω ᾿ς τὸ μάτι (μοῦ ἑλκύει τὴν προσοχὴν καὶ θέλω νὰ τὸ ἀποκτήσω). Τὸν βάζω μπρὸς ἢ μπροστὰ (τὸν μαλώνω ἢ τὸν πολεμῶ ἢ τὸν καταδιώκω) Βάζω μπροστὰ κἄτι (ἀρχίζω νὰ τὸ χρησιμοποιῶ). Βάζω μπρὸς τὴ μηχανὴ ἢ ἁπλῶς βάζω μπρὸς (θέτω εἰς κίνησιν). Βάζω μπρὸς τὴ δουλε͜ιὰ ἢ ἁπλῶς βάζω μπρὸς (ἀρχίζω). Τὰ βάζω μὲ κάπο͜ιον (ἐπιπλήττω ἢ φιλονικῶ ἢ προσλαμβάνω ἐχθρικὴν στάσιν πρός τινα ἢ ἀντιμετωπίζω τινὰ ἢ ἁμιλλῶμαι πρός τινα). Βάζω ἄριστα-καλῶς-λίαν καλῶς κτλ (δίδω τὸν βαθμὸν ἄριστα, καλῶς κτλ., εἰς τὴν σχολικὴν γλῶσσαν). Βάζω ἕνα Καλαματιˬανὸ-ἕνα κλέφτικο κττ. (ἐνν. τραγούδι ἢ χορό). Βάζω ἀρχὴ (ἀρχίζω). Βάζω πλῴρη (διευθύνω τὸ πλοῖον πρός τι ἢ γενικῶς διευθύνομαι. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ 1, 588 <ἔκδ. RDawkins> «ἔβαλεν τὴν πλῴρην πρὸς τὴν Βενετίαν») κοιν. Βάζω ἀπάνω (ἀρχίζω). Βάζω σκοπὸ (ἀποφασίζω). Βάζω βουλὴ (βουλεύομαι, σκέπτομαι ἢ ἀποφασίζω). Βάζω δίχτυ (ρίπτω δίκτυα πρὸς ἁλιείαν). Βάζω παννὶ (θέτω τὸν στήμονα εἰς τὸν ὑφαντικὸν ἱστὸν διὰ νὰ ὑφαίνω). Βάζω παννὶ ἢ παννιˬὰ (σηκώνω τὸν ἱστὸν πρὸς ἀπόπλουν). Βάζω τὸ ἕνα ἄλλο ἕνα (πλεονεκτῶ). Τῆς βάζει χέρι (ἐπιτίθεται κατ’ αὐτῆς μὲ ἀνηθίκους σκοποὺς) πολλαχ. Βάζω ’πὲ τὸ νοῦ μου (σκέπτομαι) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Βάζω δύναμι (δυναμώνω) Λεξ. Δημητρ. (λ. βάνω). Βάζω ἀπάνω (ἀναρτῶ, οἷον ὑψηλὴν κεραίαν μετὰ τοῦ ἱστίου της) αὐτοθ. Βάζω παννιˬὰ (προσθέτω ἱστία πρὸς αὔξησιν τῆς ταχύτητος) αὐτόθ. Βάζω κορδόνι (παρεμβολίζω σχοινίον, ὅρ. ναυτικὸς) αὐτόθ. Βάζω σκουλαρίκι (τροπῶ τρόχιλον, ὅρ. ναυτικὸς) αὐτόθ. Βάζω ἀκλήδονα (κάμνω ἣ ἑτοιμάζω τὸν κλήδονα) Σίφν. Βάζω χορὸ (στήνω χορὸν) Κύθν. Βάζω ἀπάνω (κινῶ, διεγείρω) Κεφαλλ. Βάζω χέρι σὲ κἄτι (ἀρχίζω νὰ τὸ διευθετῶ, νὰ τὸ τακτοποιῶ) Κέρκ. Τοῦ βάζω τὰ δυˬὸ πόδιˬα ᾿ς ἕνα παπούτσι (τὸν ἐξουδετερώνω) αὐτόθ. Βάζω ᾽ς τὸ νερὸ (ποτίζω ἐπὶ ζῴου) Κρήτ. Βάζου κόσκινου (μαντεύομαι διὰ κοσκίνου, περὶ οὗ ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἡμερολ. Μεγάλ. Ἑλλάδ. 1923 σ. 149) Στερελλ. (Φωκ.) Βάζου κουdὰ (προσθέτω) Λέσβ. Βάζω ζευγάρι (ἀρχίζω νὰ ὀργώνω ἣ γίνομαι γεωργος) Πελοπν. (Κόρινθ). || ᾎσμ. Βάζει τὸν ἥλιˬο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι στήθη καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ βάζει καμαροφρύδι πολλαχ. Βάζει τοὺς σκλάβους άπομπρός, τοὺς σκλάβους ἀποπίσω, τοὶς σκλάβες ’πὸ τὰ δυˬὸ πλευρὰ νὰ μὴν τὴν κάψῃ ὁ ἥλιˬος Εὔβ. Τοῦ Χάροντα βάζω φωνὴ μὲ τὸ δικό μου στόμα νά ᾽ρκῃ νὰ πάρῃ τὴν ψυχὴ ν’ άνεπαυτῇ τὸ σῶμα Ἰων. (Κρήν.) Εἰς ὅλας τὰς κοινὰς φρ. τῆς σημασίας ταύτης τὸ βάζω δύναται ν’ ἀντικατασταθῇ ὑπὸ τοῦ συνήθους βάνω, οἷον: βάνω τὸ χέρι, βάνω στεφάνι, βάνω ὑπογραφή, βάνω βούλλα, βάνω μαχαίρι, βάνω άφτι, βάνω πόδι κτλ. Ὁμοίως πλεῖσται τῶν φρ. τούτων ἐκφέρονται καὶ κατ᾿ ἀόρ. μετὰ τοῦ κοινοῦ ἔβαλα, οἶον: ἔβαλα τὸ χέρι, ἔβαλα στεφάνι, ἔβαλα ύπογραφή, ἔβαλα μαχαίρι, ἔβαλα άφτι κττ. Συνών. ἀφίνω 2. β) Ἐμβάλλω, ἐγχέω κοιν.: Βάζω ’ς τὸ φαεῖ ἀλάτι-πιπέρι κττ. Βάζω νερὸ ᾿ς τὸ γάλα-᾿ς τὸ κρασὶ κττ. Φρ. Βάζω νερὸ ᾿ς τὸ κρασί μου (μετριάζω τοὺς ἐνθουσιασμούς μου ἢ περιορίζω τὰς ἀπαιτήσεις μου ἢ ὑποχωρῶ εἰς τὴν γνώμην μου). || Παροιμ. Ὅπο͜ιος ἔχει πολὺ πιπέρι βάζει καὶ ’ς τὰ λάχανα (ἐπὶ τῆς ἐκ τοῦ πλούτου πολυτελείας ἢ τῆς σπατάλης). γ) Κερνῶ κοιν.: Μᾶς βάζει δυὸ ποτήριˬα κρασί. δ) Διοχετεύω, παροχετεύω κοιν.: Βάζω τὸ νερό. ε) Ἐγκαθιστῶ κοιν.: Βάζω καινούργια βρύσι. ς) Εἰσάγω κοιν.: Βάζω τοὶς κόττες ᾿ς τὸ κατώει -᾿ς τὴν αὐλή. Βάζω τὰ γιδοπρόβατα ᾽ς τὴ μάντρα. Βάζει κρύο ἡ πόρτα-ἠ χαραμαδα-τὸ παράθυρο κττ. Βάζουν νερὰ τὰ κεραμίδιˬα. || Φρ. Βάζω ᾿ς τὸ σχολεῖο (ἐγγράφω, ἐπὶ μαθητοῦ). Τὸν βάζω ᾽ς τὸ σπίτι μου (εἰσδέχομαι, δέχομαι). ζ) Χωρῶ Χίος κ.ἀ.: Φρ. Δὲν τὸν βάζει ἡ πόρτα ἢ τὸ σπίτι (ἐπὶ ἀνθρώπου ὀγκώδους ἢ ὠργισμένου ἢ λυπημένου). η) Εἰσάγω, τοποθετῶ πρὸς ἐργασίαν κοιν.: Τὴν βάζει τὴν κόρη του μαγείρισσα-ὑπηρέτρια κττ. 3) κλίνω κοιν.: Φρ. Βάζω κάτω τὸ κεφάλι ἢ τὰ μάτια (αἰσχύνομαι). Βάζω κάτω τὴν οὐρὰ (ὑποχωρῶ κατῃσχυμμένος ἢ ἁπλῶς ὑποχωρῶ). Βάζω κάτω τ᾽ ἀφτιˬὰ ἢ ἁπλῶς τὰ βάζω κάτω (συνών. τῇ προηγουμένῃ). 4) Φυτεύω Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νάξ. κ.ἀ. -ΙΒενιζέλ. Παροιμ. 348: Βάζω ροβίθια Νάξ. Βάζου ἀbέ’ Χαλκιδ. || Παροιμ. Κακὸ κεφάλι τὸ Μάι βάζει σ᾽τάρι καὶ τὸν Αὔγουστο κρασὶ (ἐπὶ πράξεως ἀκαίρου) ΙΒενιζέλ. ἔνθ’ ἀν. 5) Προτρέπω ἢ ἀναγκάζω κοιν.: Τὸν βάζω νὰ τραγουδάῃ-νὰ χορεύῃ κττ. Τὴν ἔβαζαν νὰ κάμνῃ τοὶς πεˬὸ χοντρὲς δουλε͜ιές. || Φρ. Βάζω λυτοὺς καὶ δεμένους (ζητῶ τὰς ἐνεργείας πολλῶν διὰ τὴν εὐόδωσιν ὑποθέσεώς τινος). || Παροιμ. Βάζει τὸν τρελλὸ νὰ βγάλῃ τὸ φίδι ἀπὸ τὴν τρῦπα ἢ τὰ κάστανα ἀπὸ τὴ φωτιˬὰ (ἐπὶ τοῦ ἐξωθοῦννος τὸν ἀνόητον ἢ εὔπιστον νὰ ἐκτελέσῃ ἔργον δυσχερὲς ἢ τὸ δυσχερέστερον μέρος ἐγχειρήματός τινος). β) Ὀρίζω ἢ μισθώνω τινὰ πρὸς ἐργασίαν κοιν.: Βάζω ἀργάτες ’ς τ’ ἀμπέλι -’ς τὸ χωράφι κττ. Βάζω μαστόρους ᾿ς τὸ σπίτι. Βάζω μάρτυρα. Βάζω δικηγόρο γιὰ τὴν ὑπόθεσί μου. || Παροιμ. Βάζουν τὸ λύκο νὰ φυλάῃ τὰ πρόβατα (ἐπὶ ἐκλογῆς ἐπιμελητοῦ ἅρπαγος, κλέπτου). γ) Ὀρίζω, καθορίζω κοιν.: Ὁ δάσκαλος βάζει πολὺ μάθημα. δ) Διορίζω εἰς ὑπούργημά τι ἢ ὑπηρεσίαν τινὰ κοιν: Βάζουν νέους ἐπιτρόπους ’ς τὴν ἐκκλησιˬά. Βάζουν δάσκαλο-παππᾶ ’ς τὸ χωριό. Τὸν βάζει ᾿ς τὸ τελωνεῖο-᾿ς τὸ ὑπουργεῖο (τὸν διορίζει ὑπάλληλον τοῦ τελωνείου κτλ.) 6) Ἐγχειρῶ τι κοιν.: Βάζω ἄσπρισμα-μπουγάδα-πλύσιμο-σίδερο κττ. 7) Ἐγκαταριθμῶ, συμπεριλαμβάνω, ὑπολογίζω κοιν.: Τὸν βάζουν μὲ τοὺς ἄλλους-μὲ τὰ παιδιˬὰ κττ. || Φρ. Βάζει κι αὐτὸς τὸν ἑαυτό του μὲ τοὺς ἄλλους μαζί μας κττ. (ἐπὶ τοῦ παρ’ ἀξίαν θέλοντος νὰ ἐξισωθῇ πρὸς τοὺς ὑπερτέρους). Μὴ τὸν βάζῃς αὐτόν! (εἴναι ἀνώτερος ἢ κατώτερος συγκρίσεως) κοιν. Τοὺ βάζου (τὸ θέτω ὡς βάσιν συμφωνίας, τὸ παραδέχομαι) Λέσβ. || Παροιμ. Βάζει κ᾿ ἡ κοσκινοῦ τὸν ἄντρα της μὲ τοὺς πραματευτάδες (ἐπὶ τοῦ μωρῶς ἀποδίδοντος εἰς ἑαυτὸν ἢ εἰς οἰκεῖον κοινωνικὴν ἀξίαν, τὴν ὁποίαν δὲν ἔχει) κοιν. 8) Προσθέτω κοιν.: Βάζω ’ς τὸ λογαριˬασμὸ καὶ ἄλλες δέκα δραχμὲς κοιν. || Φρ. Βάζω ἀπάνω ἢ ἁπλῶς βάζω (πλειοδοτῶ) σύνηθ. 9) Διατιμῶ κοιν.: Τὰ βάζουν πολὺ ἀκριβὰ τὰ πράματα καὶ δὲν τολμᾷ κἀνεὶς νὰ πλησιάσῃ. 10) ’Εκφωνῶ κοιν.: Βάζω λόγο. || Φρ. Βάζω εὐλογητὸ (ἀρχίζω τὴν ἐκκλησιαστικὴν ἀκολουθίαν ἢ τελετὴν ἐκφωνῶν τὸ «εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν κτλ.», ἐπὶ ἱερέως). Βάζω φωνὴ ἢ τὴ φωνὴ ἢ τοῖς φωνὲς (φωνάζω δυνατά, συνών. φρ. μπήζω φωνή. Τοῦ βάζω φωνὴ (τὸν ἐπιπλήττω ἢ τὸν ἀπειλῶ). Βάζω γέλιˬα ἣ τὰ γέλιˬα (γελῶ καὶ δὴ θορυβωδῶς). Βάζω τὰ κλάματα (ἀρχίζω νὰ κλαίω). Πβ. βάλλω, βάνω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/