βαζωκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαζωκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βαζωκοπῶ Θρᾴκ. βαζουκουπάου Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βάζω (Ι) καὶ τοῦ -κοπῶ περὶ οὗ ὡς παραγωγικῆς καταλ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 246.

Σημασιολογία

1) Κραυγάζω, φωνάζω δυνατὰ Θρᾴκ. 2) Βοῶ, ἐπὶ τόπου ἐν τῷ ὁποίῳ παράγεται βοὴ Θεσσ.: Οἱ βαθε͜ιὲς λαγκαδιˬὲς βαζουκουποῦν ἀπὸ τὰ ρέματα. Συνών. βαζωμαχῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/