βάξα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βάξα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βάξα ἡ, Ἤπ. Μεγίστ. -Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βάζω (Ι).
Σημασιολογία
1) Γυνὴ φλύαρος Μεγίστ. Πβ. φωνακλᾶς. β) Γυνὴ κακολόγος Μεγίστ. 2) Τὸ πτηνὸν τετρὰς ἡ βονασσία (tetras bonassia) τοῦ γένους τῶν τετραωνιδῶν (tetraonidae) οὕτως ὀνομασθὲν ἐκ τῆς φωνῆς του Ἤπ. Συνών. ἀγριοκοσσάρα, ἀγριόκοττα, ἀγριόρνιθα1, ἀτταγηνάρι, λιβαρδοπέρδικα, πέρδικα, φραγκολῖνα [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA