βαρε͜ιαρρωστιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαρε͜ιαρρωστιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βαρε͜ιαρρωστιˬὰ ἡ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ βαρε͜ιὰ δηλ. τοῦ ἐπιθ. βαρὺς καὶ τοῦ οὐσ. ἀρρωστιˬά, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀρρώστιˬα.

Σημασιολογία

Βαρεῖα ἀσθένεια: Βαρε͜ιαρρωστιˬὰ εἶν᾽ ποῦ ᾿πεσεν ἀπάνω του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/