βασιλοσκάμνιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βασιλοσκάμνιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βασιλοσκάμνιν τό, Πόντ (Κερασ.) βασιλοσκάμνι Αἴγιν. Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.)-ΓΒλαχογιάνν. Γῦροι ἀνέμ. 86 βασιλοσκάμν’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) βασιλοσκάμ’ Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βασιλεˬὰς καὶ σκαμνίν.
Σημασιολογία
Βασιλικὸς θρόνος ἔνθ’ ἀν.: Ἡ βασίλισσα γέλασε μὲ τὴν καρδιˬά της, μὰ δὲν κουνήθηκε ἀπὸ τὸ βασιλοσκάμνι της Γβλαχογιάνν ἔνθ’ ἀν. || Φρ. Θὰ τὸν βάλουν ’ς τὸ βασιλοσκάμνι (θὰ τοῦ δώσουν ἀξίωμα, εἴρων.) Αἴγιν. || ᾌσμ. Ἀιλλοὶ ἐμᾶς καὶ βάι ἐμᾶς, οἱ Τοῦρκ’ τὴν Πόλ’ ἐπῆραν, ἐπῆραν τὀ βασιλοσκάμν’, ἐλλάγεν ἀφεντία Χαλδ. Ξανθὴ κόρη ἐλάλησε ἀπ᾿ τὸ βασιλοσκάμνι Καππ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA