βγάλ-λωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βγάλ-λωμα
Τύπος
Παραλλαγή
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βγάλ-λωμα τό, Ροδ Σύμ. κ.ἀ. βgάλ-λdωμα Ρόδ. φκάλ-λdωμα Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βγάλλω.
Σημασιολογία
1) Ἐξάρθρωσις ἔνθ’ ἀν. 2) Ἐκρίζωσις ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Πο͜ιὸς ἦτο ὅπου μίλησε κ’ ἐφάνη ἀββουκᾶτος, βγάλ-λωμα θέλ’ ἡ γλῶσσα του μ’ ἕνα κομ-μάτι βάτο Ρόδ. Πβ. βγάλσιμο
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA