βιβλιοδέτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιβλιοδέτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βιβλιοδέτης ὁ, λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βιβλίο καὶ δέτης.
Σημασιολογία
Ὁ ἔχων ἐπάγγελμα νὰ δένῃ, νὰ σταχώνῃ βιβλία, βιβλιορράφος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA