βόσκημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βόσκημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βόσκημα τό, Εὔβ. (Ὄρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεσσ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Βλαστ. 286 καὶ 290 Πρω. Δημητρ. βόκημα Καππ. (Ἀραβάν.) βό-ημα Καλαβρ. (Μπόβ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βόσκημα=τὸ βοσκόμενον ζῷον καὶ ἡ τροφή.

Σημασιολογία

1) Βοσκή, βόσκησις Θρᾴκ. (Αἶν.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀραβάν.) Πελοπν. (Μεσσ. Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ.-Λεξ. Περίδ. Βυζ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. Πρω. Δημητρ.: Βγάζω ’ς τὸ βόσκημα Λεξ. Βλαστ. 290 Κάνουν τὰ πράματα βόσκημα Μεσσ. Πά’ τὰ βόιˬδα ’ς τοὺ βόσκημα Ἀράχ. Τὰ κατσίκιˬα ἄφ’σαν τοὺ βόσκημα τ᾿ς Αἶν. 2) Τὸ μέρος ὅπου βόσκουν τὰ ζῷα Εὔβ. (Ὄρ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) Συνών. βοσκίδι. Πβ. βοσκή, βοσκησεˬά, βοσκιˬό, βόσκισμα, βοσκισμός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/