βότσος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βότσος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βότσος ὁ, Ἰκαρ. Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Κατὰ GMeyer Neugr. Stud. 4,20 ἐκ τοῦ Ἰταλ. bozzo.
Σημασιολογία
1) Φυσικὴ κοιλότης ἐδάφους ἢ βράχου περιέχουσα ὕδωρ ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Χίος. 2) Φυσικὸς λάκκος ἐν θαλάσσῃ ἢ ὀπὴ ἀγνώστου βάθους Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA