βουλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βουλῶ, βολίζω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.)-Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 310 βουλίζω Ἤπ. Κέρκ. Πόντ. (Ἀργυρούπ.) κ.ἀ. γουλίζω Πελοπν. (Ἀρκαδ. Κόκκιν.) βουλῶ σύνηθ. βουλάω σύνηθ. β’λιˬάου Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν.) βουλοῦ Λυκ. (Λιβύσσ.) βολ-λῶ Κύπρ. βουλ-λῶ Κύπρ. Μεγίστ. Ρόδ. Σύμ. Τῆλ. βουλ-λdῶ Ρόδ. β’λῶ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Μύκ. β’λάου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. 'ουλῶ Κάρπ. Μετοχ. βολημένος Ἰκαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεταγν. βολίζω. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,274.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Ρίπτω βολίδα πρὸς καταμέτρησιν τοῦ βάθους τῆς θαλάσσης Λεξ. Αἰν. Βλαστ 306. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Κ. Δ. (Πράξ. Ἀποστ. 27, 28) «καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσι, βραχὺ δὲ διαστήσαντες καὶ πάλιν βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς δεκαπέντε». 2) Βυθίζω Κέρκ. Κρήτ. Κύπρ. Πάρ. (Λεῦκ.) Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) κ.ἀ. : Μὴ τὸνε βουλίσῃς, γιατὶ θὰ πνιγῇ Κρήτ. Ἐβούλ-λισε τὲς ποδῖνες του μέσα ’ς τὸν πηλὸν Κύπρ. Βουλίζω τὸ λινάρι (βυθίζω αὐτὸ εἰς τὴν βουλίστραν) Κέρκ. 'Σ σὴν μέσην τῆς θάλασσας ἤτανε μία ἀραράιδα καὶ βόλιζε οὕλα τὰ καράβιˬα (ἐκ παραμυθ.) Ἀμισ. ‖ Γνωμ. Οἱ πολλοὶ καραβοκύροι βολίζουν τὸ καράβιν (ἐπὶ ζημίας ἕνεκα συγκρούσεως ἢ ἐκτελέσεως ἀντιθέτων διαταγῶν) Κερασ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 59 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κι ὧρες τὸ κῦμα τὴ βουλᾷ κι ὧρες τὴ φανερώνει». Καὶ ἀμτβ. βυθίζομαι, καταδύομαι, καταποντίζομαι σύνηθ. καί Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) : Ἅμα δὲν ξέρει κἀνεὶς νὰ κολυμπᾷ, βουλάει. Βουλάει τὸ σίδερο ᾽ς τὸ νερό. Στρῶμα μαλακὸ ποὺ ξαπλώνεσαι καὶ βουλᾷς σύνηθ. Τὸ καράβιν ἐβόλισεν Οἰν. Σάτ’ ἐκολύμπενε, ἐγανάχτεσε τ’ ἐβόλιξε (σάτ’=ἐνῷ) Ὄφ. ᾿Εβούλισε μέσα'ς τὴ στέρνα Κρήτ. Ἐπῆγα νὰ πατήσω κ᾿ ἐβουλίσαν τὰ πόδιˬα μου αὐτόθ. Ἔει πολ-λὰ πηλὰ ταὶ βουλ-λῶ Κύπρ. ᾽Εβούλ-λισα μέσα ’ς τὸν πηλὸν αὐτόθ. Ἐβόλτσεν ἡ πέτρα ᾿ς σὸ νερὸν Τραπ. ‖ Φρ. Ὅπου πάει βολίζει καὶ κάθεται (ἐκ μεταφ. πλοίου καθίζοντος εἰς ρηχὰ νερά, ἐπὶ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος μεταβαίνων που εἰς ἐπίσκεψιν ἀργεῖ νὰ ἀπέλθῃ) Κερασ. || Παροιμ. Ὅσο γερνῶ, τόσο βουλῶ (οἱονεὶ βυθίζομαι εἰς τὴν γνῶσιν, εἰς τὴν σοφίαν, γηράσκω διδασκόμενος) Θρᾴκ. (Καλλίπ.) ‖ Γνωμ. Τὸ ξύλο ᾿ς τὸ νερὸ ποτ-τέ του ᾽ὲν βουλ-λᾷ Τῆλ || ᾌσμ. Ἄχερα ρίχνω ᾿ς τὸ γιˬαλό, βαρά ’ναι καὶ βουλοῦνε κιˬ ἄλλοι μολύβιˬα ρίχνουνε, φτερά 'χου gαὶ πετοῦνε Κρήτη 'Σ σῆ θάλασσας τὰ κύματα πατῶ καὶ ᾿κὶ βολίζω Κερασ. β) Λαμβάνω εἰς τὸ στόμα ὕδωρ (οἱονεὶ βυθίζων αὐτὸ) Νίσυρ. Ρόδ. : Ἄφες με νὰ βουλίσω ἕνα κουνὶ νερὸ Νίσυρ. γ) Βρέχω τινὰ ἐκτοξεύων τὸ ἐν τῷ στόματι ὕδωρ Ρόδ. δ) Ἀποπτύω Ρόδ.: Τὸ παιδὶ δὲν τὸ κατάπιˬε τὸ φάρμακο, παρὰ τὸ βούλισε. 3) Κρημνίζω, κατακρημνίζω, κατεδαφίζω Κίμωλ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ. (Γαλισ.) κ. ἀ. : Βουλῶ τὸ σπίτι Κίμωλ. Μύκ. Βουλῶ τὸν τοῖχο γιˬὰ νὰ τὸνε χτίσω πεˬὸ δυνατὸ Σίφν. Ὅλα εἶναι βουλημένα (ἐνν. τὰ μέρη οἰκοδομῆς) Γαλισ. ‖ ᾎσμ. Πύργον ἐθεμελιˬώνασι'ς σῆ τρίχας τὸ 'ιˬοφύρι κιˬ ὁλημερὶς ἐχτίζασι, τὸ βράδυν ἐβουλοῦσα Ἀπύρανθ. Καὶ ἀμτβ. καταρρέω, κατακρημνίζομαι, κατερειποῦμαι Θήρ. Κάρπ. Κίμωλ. Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. Σίφν. Σῦρ. κ. ἀ. – Λεξ. Βυζ. : Βούλισε τὸ σπίτι Κίμωλ. Ἀπύρανθ. Βουλάει ὁ τοῖχος Σῦρ. ‖ ᾎσμ. Σαραdαπέde μάστοροι κ’ ἑξήdα δυˬὸ καρφᾶδες Καὶ δεκαοχτὼ καλοὶ 'πουργοὶ 'ιˬοφύρι ἐθεμελιˬῶνα, ὁλημερὶς ἐχτίζασι gαὶ τὸ βραδὺν ἐβούλα. Ἀπύρανθ. 4) Ἐξολοθρεύω, καταστρέφω Κάρπ. Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν. κ. ἀ. : Τὸ χτιτσὸ βουλᾷ τὸ σπίτ’ (χτιτσὸ = χτικιὸ) Μύκ. ‖ ᾌσμ. Τούτη ἡ φετινὴ χρονιˬὰ νὰ μὴ ξαναϋρίσῃ ποῦ ᾽καμε χιˬόνιˬα καὶ σεισμοὺς τὸν κόσμο νὰ ᾽ουλίσῃ Κάρπ. Ὥστε νὰ κράξ’ ὁ πετεινός, νὰ ξημερώσ’ ἡ μέρα, τρία κρεββάθιˬα βούλισεν ὁ νεˬὸς μὲ τὴ gωπέλλα Ἀπύρανθ. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Φωσκόλ. Φορτουν. ἰντερμ. Δ 191 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ὤφου καὶ πῶς τὰ κρίματα βουλοῦ τσοὶ πολιτεῖες, | χαλοῦσι κ᾽ εἰς τὸν ἄνεμο πέμπου τσοὶ βασιλεῖες» Καὶ ἀμτβ. ἐξολοθρεύομαι, καταστρέφομαι, ἐξαφανίζομαι Κρήτ. Σίφν. Πόντ. (Οἰν.) κ. ἀ.-Λεξ. Βυζ. : Τὸ σπίτιν ἀτου ἐβόλισεν Οἰν. Ἐβούλισαν ἀπὸ σεισμὸ χῶρες Λεξ. Βυζ. Ἐβούλισαν τὰ χρήματα Κρήτ. ‖ Φρ. Ἐβούλισε ἡ δουλε͜ιὰ αὐτόθ. || ᾎσμ. Ὁ χωρισμός σου μ’ ἔκαμε καὶ ζῶ μέσα ’ς τὰ δάση, θαρῶ πῶς ἡ χαρὰ γιˬὰ μὲ ἐβούλισε κ’ ἐχάθη αὐτόθ. Β) Ἀμτβ. 1) Διεισδύω εἰς τὴν γῆν Κρήτ. (Βιάνν. κ. ἀ.) : Βουλᾷ τὸ νερό. 2) Δύω Σέριφ. Τῆλ. κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. 364 : Ἠβούλισεˬν ὁ ἥλιˬος Σέριφ. 3) Ὑποχωρῶ εἰς πίεσιν, καθιζάνω σύνηθ. Βουλᾷ ἡ γῆ. Τὸ ὥριμο πεπόνι τὸ ζουλᾷς καὶ βουλᾷ σύνηθ. Βουλ-λᾷ ὁ πηλὸς Κύπρ. Ἀπὸ τὰ νερὰ | ποῦ ᾿πιε ἐβούλισε ὁ τόπος καὶ πῆγε κάτω Κρήτ. Ἐπολυποτίστηκε τὸ χωράφι καὶ βουλᾷ αὐτόθ. Ἡ σκιπὴ τοῦ σπιτιˬοῦ β’λιˬάει Ἄκρ. || ᾎσμ. Θαμάζομαι, σὰν περπατῇς, πῶς δὲ βουλᾷ τὸ χῶμα ἀφ’ τὴ σιανωμάδα σου κιˬ ἀφ’ τὸ πολύ σου διˬῶμα (σιανωμάδα=σιγανωμάδα) Νίσυρ. Τσῆ θάλασσας τὰ κύματα πατῶ καὶ δὲ βουλοῦνε Κρήτ. 4) Μεταφ. πνίγομαι τρόπον τινὰ ἀπὸ τὴν μεγάλην ποσότητα, τὴν πλησμονὴν πράγματός τινος Θρᾴκ. Μύκ. κ. ἀ. -Λεξ. Βυζ. : Ὁ δεῖνα βούλισὲνε ᾽ς τὸ κριθάρι Μύκ. Βουλᾷ τὸ σπίτι του ἀπ’ τὰ καλὰ καὶ τ᾿ ἀγαθὰ Θρᾴκ. Βουλᾷ ἡ ἀποθήκη του (εἶναι ὑπερπλήρης) αὐτόθ. Γ) Μετοχ. 1) Βυθισμένος πολλαχ. 2) Καθιζημένος πολλαχ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βουλισμένη Κρήτ. (Σέλιν.) ᾿Ουλισμένα (τὰ) Κάρπ. Βουλισμένα Γκρεμνὰ Νάξ. (Βόθρ.) β) Ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ ἐξαφανισθῇ, νὰ καταστραφῇ Κρήτ. : Ἔ, τὸ βουλισμένο πρᾶμα! Οἱ βουλισμένες ἐλα͜ιὲς δὲν ἔχουνε τσίκουδο (τίποτε, κανένα Καρπόν). 3) Κατηραμένος Κρήτ. κ.ἀ.: Ξεbαρκάραμε μιˬὰ βουλισμένη Τρίτη Κρήτ. ᾌσμ. Ἐτσὰ τὸ φέραν οἱ καιροὶ κ’ οἱ βουλισμένοι χρόνοι ὁ καπετάνιˬος 'ς τὸ κουπὶ κιˬ ὁ ναύτης 'ς τὸ τιμώνι Κρήτ. Ἄχι πῶς ἐχωρίσαμε καὶ πάμε χώριˬα χώριˬα Σὰ d’ ἀγριοπερίστερα 'ς τὰ βουλισμένα ὄρηˬα αὐτόθ. 4) Οὐσ. βολημένος, μῦς, ποντικὸς (κατὰ τὸ σχῆμα κατ’ ἐξοχὴν) Ἰκαρ. Πβ. βουλιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA