βουρκουλεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βουρκουλεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βουρκουλεˬὰ ἡ, Πελοπν. (Ἀρεόπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βοῦρκος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ουλεˬά, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,245 κἑξ.
Σημασιολογία
Κακὴ ὀσμὴ ἀναδιδομένη ἐκ βούρκου ἢ ἰλύος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βουρκάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA