βροχοστάλαμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βροχοστάλαμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βροχοστάλαμα τό, ΑΚυριαζ. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 180.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βροχοσταλάζω.

Σημασιολογία

Σταγόνες βροχῆς: Ποίημ. Τὴ νύφη θὰ περάσουνε | κ’ ἡ ρούγα ἀναφτουρίζει, ᾿ς τὸ πιάττο τὰ ροδόφυλλα κ’ οἱ εὐκὲς σὰν βροχοστάλαμα. Πβ. βροχοσταλίδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/