γαζιλαεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαζιλαεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαζιλαεύω Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαζίλιν.
Σημασιολογία
Ράπτω διὰ ραπτομηχανῆς (πιθανῶς ἡ λέξις θὰ ἐσήμαινε κατ' ἀρχὰς ράπτω, κάμνω γαζὶ μὲ τρίχας αἰγός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA