γαιˬδουροπόδαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαιˬδουροπόδαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαιˬδουροπόδαρο τό, Κυκλ. κ.ἀ. - Λεξ. Περίδ. Βλαστ. 434 Μπριγκ. Δημητρ. γαιˬδαροπόδαρο Δαρδαν. (Ὀφρύν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. γαιˬδούρι καὶ ποδάρι.

Σημασιολογία

Εἶδος θαλασσίου ὀστρακοδέρμου ὁμοιάζοντος πρὸς ὁπλὴν ὄνου. Συνών. γαιˬδουροπόδι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/